Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Μανόλης Αναγνωστάκης, ο ποιητής της συνέχειας, Γιώργος Ζεβελάκης


 
fitImage
Μιλώντας σήμερα στην πόλη όπου γεννήθηκε, έζησε πενήντα χρόνια της ζωής του, τον ενέπνευσε και στην οποία συνεχώς αναφερόταν, αισθάνομαι αμήχανα. Τρεις δεκαετίες αδιατάρακτης φιλίας και δημιουργικής συνεργασίας με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, στερέωσαν ένα αίσθημα βαθιάς και ισόβιας ευγνωμοσύνης και δεν θα ήθελα με την ομιλία μου αυτή να το λιγοστέψει κατ’ ελάχιστον ή να φανεί σαν πράξη, κατά κάποιο τρόπο, ανταπόδοσης. Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να καταθέσω την εμπειρία μου από τη συνεργασία μας, να σταθώ και να περιγράψω την πνευματική του δραστηριότητα, μέσα από ένα βασικό άξονα που διαπερνούσε τη ζωή και την τέχνη του: τη συνέχεια.

Είχα την τύχη, σε μια ώριμη στιγμή της ζωής μου, να τον γνωρίσω και να συνδεθώ στενά μαζί του. Αρχίσαμε ν’ αλληλογραφούμε, όταν κατοικούσε στη Θεσσαλονίκη, για την κοινή μας αγάπη τα λογοτεχνικά περιοδικά και, από το 1978 που εγκαταστάθηκε στην Πεύκη, η επικοινωνία μας έγινε σχεδόν καθημερινή. Από αυτή την πολυετή επαφή, ο σεβασμός, η επιείκειά του και το κλίμα εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας, βοήθησαν να τον γνωρίσω καλύτερα, να καταλάβω τη στάση ζωής του, να ανακαλύψω τις εμμονές και τη νοοτροπία του, να μάθω από τη δημοκρατική συμπεριφορά του.
Συγκρατώ και ανακαλώ στη μνήμη τις εικόνες από τη μοναδική επίσκεψή μου στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, οδός Παλαιών Πατρών Γερμανού 13. Στη μικρή σάλα όπου με δέχτηκε, δέσποζε μία βιβλιοθήκη μόνο με περιοδικά στα οποία και περιστράφηκε η συζήτησή μας. Το φόντο και ο διάκοσμος των περιοδικών υπέβαλλαν σε μια αίσθηση διαλόγου και κίνησης των ιδεών, διαφορετική απ’ ό,τι αν υπήρχαν βιβλία που παραπέμπουν περισσότερο σε κάτι το οριστικό και το τελειωμένο.
Την επιμονή και τη φροντίδα του Μανόλη Αναγνωστάκη για τη «συνέχεια» υπέδειξε μέσα από ένα γράμμα που μου ενεχείρησε το 1988, λίγους μήνες πριν κλονιστεί σοβαρά η υγεία του. Η Πεζογραφική μας Παράδοση, έγραφε, εννοώντας τη σειρά των εκδόσεων Νεφέλη «είναι μια δουλειά που την έχω πάρει πολύ στα σοβαρά, όπως ξέρεις, δεν θα ήθελα λοιπόν σε καμιά περίπτωση να σταματήσει στη μέση, όπως συμβαίνει με τόσες και τόσες άλλες δουλειές στην Ελλάδα, θέλω να ολοκληρωθεί». Και μου εμπιστευόταν τη συνέχιση «αν μου συμβεί κάτι και δεν μπορέσω να συνεχίσω».
Πριν σταθώ στις χαρακτηριστικές πλευρές του έργου του που διέπονται από την ιδέα της συνέχειας, θα κάνω μνεία σε ένα γνωστό βιογραφικό του στοιχείο, στο επάγγελμα του ακτινολόγου, το οποίο άσκησε συνεχίζοντας τη δραστηριότητα του πατέρα του. Και επιπλέον συνέχισε τη συνεργασία που είχε ο πατέρας του με τον επίσης ακτινολόγο Σπύρο Κρητικό. Σημειώνω τις διαδοχικές επαγγελματικές τους διευθύνσεις: Βενιζέλου 106, Εγνατίας 71 και Τσιμισκή 33.
Περνώ στο πνευματικό του έργο με το πρώτο δημοσιευμένο σε λογοτεχνικό περιοδικό ποίημα, το παραδοσιακό με τίτλο «1870-1942». Δείχνει στα δεκαεφτά του μόλις χρόνια να είναι εξοικειωμένος με τους παλιούς ρυθμούς και να χρησιμοποιεί με άνεση και ευρηματικότητα τη ρίμα. Τη δημιουργική του ενασχόληση με την παραδοσιακή ποίηση θα τη συνεχίσει τα επόμενα χρόνια και το 1987 θα περιλάβει όλη την έμμετρη σατιρική του παραγωγή στο αυτοβιογραφικό του ρομάντζο Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Το ψευδώνυμο, ο παραπειστικός του υπότιτλος και το αληθοφανές περιεχόμενο προκαλούσαν παρανοήσεις και έκαναν κάποιους να ψάχνουν τον άγνωστο ποιητή. Το βιβλίο, γραμμένο με χάρη και χιούμορ, είχε παρεμβατική δύναμη και έκρυβε πολλά μυστικά . Ήταν μια πρόταση για μια άλλου τύπου αυτοβιογραφία, μέσω μιας περσόνας που θα απέφευγε την εγωιστική εξιστόρηση των συμβάντων της ζωής του. «Η μεγάλη τέχνη είναι να ξέρεις να μιλάς για τον εαυτό σου σε έναν απρόσωπο τόνο» είχε γράψει ο Εμίλ Σιοράν.
Από το 1945 έως το 1951 εκδίδει τρεις ποιητικές συλλογές με τον τίτλο Εποχές, Εποχές 2 και Εποχές 3. Η επιλογή της λέξης στον πληθυντικό και όχι στον ενικό, εμπεριέχει την έννοια της συνέχειας. Έτσι θα τιτλοφορήσει τις τρεις επόμενες ισχνές πλακέτες του (Συνέχεια, Συνέχεια 2, Συνέχεια 3). Την ενότητα των «Εποχών» διασπούν οι «Παρενθέσεις», που όμως και αυτές υπονοούν τη συνέχεια, ποιήματα που, εκτός από ένα, δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Ο Αιώνας μας. Το καλαίσθητο εκείνο έντυπο αποτόλμησε τη δημοσίευση το 1949, λίγες μέρες μετά την εις θάνατον καταδίκη του ποιητή για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο. Τη διαδοχή των συλλογών της Συνέχειας διακόπτει «Ο Στόχος» μια στεγνή, πυκνή και πικρά ειρωνική αντίδραση στη δικτατορία των συνταγματαρχών.
Αλλά εκείνο το μικρόσωμο βιβλίο του που συνεχίζει, ανανεώνει και συνοψίζει τα προηγούμενα, είναι το Υ.Γ. που κυκλοφόρησε πρώτα σε 100 αντίτυπα εκτός εμπορίου το 1983. Σ’ αυτή τη λιλιπούτεια πλακέτα, που είναι ταυτόχρονα επίλογος, αποχαιρετισμός και εκτός εποχής άνθιση, νομίζω ότι περιλαμβάνονται οι απόψεις και οι εμμονές του για την αισθητική της ποίησης και τη λειτουργία της στους σημερινούς καιρούς. Με τον Μανόλη Αναγνωστάκη συνέβη το αντίθετο από αυτό που παρατηρείται συνήθως στους περισσότερους ποιητές οι οποίοι πρωτοεμφανίζονται διστακτικά, με ισχνές απέριττες πλακέτες και στην πορεία, όσο αναγνωρίζονται, τα βιβλία τους παίρνουν όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Πολλές φορές μάλιστα, οι εκδόσεις τους, όταν αυτοί καταξιωθούν ευρύτερα, είναι πολυτελείς και εικονογραφούνται από φημισμένους ζωγράφους. Αντίθετα, το κύκνειο άσμα του Αναγνωστάκη, το Υ.Γ., κυκλοφόρησε αρχικά σε πολύ μικρό αριθμό αντιτύπων, αθόρυβα, και ήταν μεγέθους πακέτου τσιγάρων, λες και συνέχιζε τον τρόπο των παράνομων κατοχικών φυλλαδίων που μπορούσαν να χωρέσουν στην παλάμη. Το δελτάριο έφερε ως τίτλο τη σπασμένη συνθηματική λέξη Υ.Γ. Είναι ένας μελαγχολικός επίλογος αλλά όχι στο απόλυτα μαύρο.Εξάλλου, η επιλογή του ελάχιστου σχήματος έδειχνε το όριο της σιωπής λίγο πριν από την οριστική τελεία. Περιέχει 112 μονόστιχα ποιήματα που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως κινήσεις στη νοηματική γλώσσα ή σήματα μορς ναυαγού. Το πιο σύντομο παραπέμπει στη μεγάλη ευρωπαϊκή τέχνη: Ο Μπαχ. Το Υ.Γ. έχει μια ποιητική τεχνική που το διαφοροποιεί από τους απρόσωπους αφορισμούς και τα σχηματικά χαϊκού. Η ποιητική συγκίνηση παράγεται ακαριαία, μόλις πέσει το βλέμμα στον απογυμνωμένο στίχο. Συνιστά ένα όριο και ένα άλλο τρόπο ποιητικής έκφρασης.
Τα προλεγόμενα των ανθολογιών συνδέονται με ιδιότητες του χαρακτήρα του. Σ’ όλη του τη ζωή ο Μανόλης Αναγνωστάκης είχε την έγνοια του άλλου. Συμπαραστάτης, συντρέχτης, συναγωνιστής, συνάδελφος, συνεργάτης, συνδρομητής, συμπολεμιστής, συνταξιδιώτης, σύντροφος. Άτομο εν στενή και διηνεκεί συναφεία μετ’ άλλου. Η πνευματική αλληλεγγύη του Μανόλη Αναγνωστάκη, ασυνήθιστη, ίσως και αφύσικη για εγωιστικά όντα όπως είναι οι ποιητές, εκδηλώθηκε με την επιμέλεια δύο ανθολογιών, με ραδιοφωνικές εκπομπές και με την επιλογή πεζογράφων του 19ου αιώνα.
Η προσωπική ανθολογία Η Χαμηλή Φωνή: τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς ήταν η συνέχεια της εργασίας του «Η ποίηση των Φανταιζίστ», θέμα ομιλίας του, το 1981, στην Πνευματική Εστία Νικαίας. Στην εισαγωγική συνέντευξη που μου έδωσε είχε υποστηρίξει:

«Μου έχει από χρόνια δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι η εκτίμησή μας για την ποιητική μας παράδοση στηρίχθηκε περισσότερο σε ιδεολογικά παρά σε μορφολογικά κριτήρια. Ο λυρικός ποιητής δεν εμπνέεται από ιδέες οποιασδήποτε κατηγορίας. Εγωιστικά, όσο εγωιστικός είναι ο έρωτας, η ατομική στάση απέναντι στη φύση και στις εκφάνσεις της, η προσωπική ζωή και η καθημερινότητα».

Η δεύτερη ανθολογία του Η νεωτερική μας ποίηση: η πρώτη γενιά, ανέκδοτη προσώρας, ήταν η συνέχεια των «ελεύθερων μαθημάτων» που παρουσίασε στην καλλιτεχνική στέγη της «Τέχνης», Κομνηνών 4, στη Θεσσαλονίκη, το 1961. Σε σειρά μαθημάτων, με εγγραφές ακροατών και «δίδακτρα», ανέπτυξε το θέμα: «Η νεώτερη ποίηση στην Ελλάδα μέσα από το έργο των κυριότερων εκπροσώπων της». Τα μαθήματα συνόδευε απαγγελία του Κώστα Λαχά. Παρουσιάζοντας στο ραδιόφωνο το 1988 την επιλογή ποιημάτων της νεωτερικής μας ποίησης, διευκρίνισε και τις διαφορές των δύο ανθολογιών:

«Στη ‘Χαμηλή Φωνή’ υπήρξα άκρως υποκειμενικός. Διάλεξα τα ποιήματα και τους ποιητές που με συγκίνησαν και με συγκινούν. Στη ‘νεωτερική’ δεν προβάλλω προσωπικές μου προτιμήσεις. Θέλω να είμαι όσο γίνεται αντικειμενικός, πάντα βέβαια μέσα σ’ ένα πλαίσιο αυστηρών κριτηρίων».

Σαν συνέχεια και αναβίωση της πνευματικής ζωής πριν από τον πόλεμο μπορεί να θεωρηθεί η ραδιοφωνική εκπομπή μας «Φιλολογικοί περίπατοι στο Μεσοπόλεμο», στην οποία συνεργαστήκαμε με τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Σ’ αυτήν παρουσιάζονταν “συνεντεύξεις” πνευματικών ανθρώπων που δεν πρόλαβαν να μιλήσουν στο μικρόφωνο και τους «αντικαθιστούσαν» διαβάζοντας τις απαντήσεις τους σύγχρονοι ομόλογοί τους συγγραφείς. Η ταυτότητα της εκπομπής συνοψίζεται ως εξής:

«Μέσα από κείμενα συνεντεύξεων, που δόθηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες της περιόδου 1920-1940, μιλούν καλλιτέχνες, λογοτέχνες, λόγιοι, ηθοποιοί, διανοούμενοι, πνευματικοί άνθρωποι μιας παλαιότερης εποχής, για το έργο τους, τα όνειρά τους, τις καθημερινές τους ασχολίες, για τα προβλήματα της εποχής τους, που πολλά εξακολουθούν να είναι προβλήματα και της δικής μας εποχής».

Ως τέταρτη πράξη πνευματικής αλληλεγγύης και συνέχειας θεωρώ τη σειρά «Η πεζογραφική μας παράδοση» που διηύθυνε στις εκδόσεις «Νεφέλη» του κοινού μας φίλου Γιάννη Δουβίτσα. Ήρθαν στην επικαιρότητα τριάντα τέσσερις παλαιοί συγγραφείς, που είναι οι περισσότεροι άδικα λησμονημένοι σήμερα. Η έκδοση συνιστά ένα πανόραμα των πεζογράφων του 19ου και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, σε μια τυποποιημένη, εύχρηστη και οικονομικά προσιτή σειρά πενήντα βιβλίων.
Η ιδέα της συνέχειας όπως τη σκεφτόταν και την εφάρμοζε ο ποιητής του «Χάρη» ονοματοδότησε το καλύτερο ίσως λογοτεχνικό περιοδικό που βγήκε στην επταετία και στο οποίο ενεργά συμμετείχε. Και μόνο η λέξη στον τίτλο παρέπεμπε στη συνέχεια της δημοκρατίας που είχε διακοπεί βίαια από τη δικτατορία.
Προσπάθησα να δείξω με παραδείγματα πως η συνέχεια υπήρξε άξονας, συνδετική ύλη και συνεχής μέριμνα στο έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη. Θα προσθέσω ένα σχόλιο του ίδιου για το σύνολο των ποιημάτων του: «Οι τίτλοι στα Περιεχόμενα άμα τους διάβαζες στη σειρά, φτιάχναν ένα καινούριο ποίημα −το πιο όμορφο ποίημα, χωρίς λόγια περιττά, χωρίς φιλολογία, χωρίς φτιασίδια.». Ο κατάλογος, έλεγε, ίσως καθ’ υπερβολήν, ο συμπατριώτης του Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, είναι η ανώτερη μορφή λογοτεχνίας. Η ταξινόμηση και η ακριβής περιγραφή διατηρεί πιστότερα το αίσθημα και τη μνήμη.
Παρακολουθώντας τη διαδρομή του Μανόλη Αναγνωστάκη σήμερα, με τη χρονική απόσταση των δέκα χρόνων από τον θάνατό του και ενενήντα από τη γέννησή του, φαίνεται ολοκάθαρα ότι ήταν ποιητής της συνέχειας και προπάντων των ιδεών. Τον απασχολούσε διαρκώς ο δογματισμός ως γενικότερο πολιτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό φαινόμενο. Αγωνιούσε γιατί έβλεπε να αναπαράγεται μια μεθοδολογία και πρακτική που εξακτινώνεται και διαποτίζει όλους τους τομείς της σκέψης και της κοινωνικής πράξης. Και συντηρείται, όπως έλεγε, αδιάκοπα μέσα στην πραγματικότητα της μόνιμης βαριάς ανωμαλίας που σφραγίζει τη νεοελληνική πολιτική ζωή. Τα ποιήματα και τα πεζά του, η σάτιρα και η μαχητική του αρθρογραφία, η πολιτική του ένταξη και δράση διαπνέονταν από την ιδέα ανανέωσης της Αριστεράς αλλά και της κοινωνίας συνολικά. Προωθούσαν το πνεύμα και διεύρυναν τα όρια του διαλόγου.
Το έργο του, βέβαια, περιέχει καλλιτεχνικές αναζητήσεις, φιλοσοφικές σκέψεις, κοινωνικές ιδέες, πολιτικές επιλογές και ποικίλες παρεμβάσεις, ενσωματωμένα όλα στον προσωπικό του κώδικα, με τρόπο όμως που η έκφρασή τους να καθίσταται πράξη ποιητική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου