Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Ο πολίτης Μανόλης Αναγνωστάκης, Μιλτιάδης Δ. Πολυβίου





Δυό κατηγορίες πάντα: οι δρώντες και οι θεατές. Έτσι μας λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης σε ένα από τα λιτά και αψιμυθίωτα σπαράγματα που καταθέτει στο Υ.Γ., την τελευταία συλλογή του. Επειδή ακριβώς ο ίδιος δεν ανήκε ποτέ στην κατηγορία των θεατών, δεν είναι ανάγκη να προσφύγει κανείς σε μαρτυρίες άλλων για να διαπιστώσει ποιος ήταν ο Αναγνωστάκης -η πλούσια δημόσια παρουσία του φωτίζει την προσωπικότητά του από πολλές πλευρές. Ας αφήσουμε λοιπόν τα πράγματα να μιλήσουν μόνα τους.

Δεκαοκτώ χρονών οργανώνεται στην ΕΠΟΝ και συμμετέχει δραστήρια στην αντίσταση κατά της ναζιστικής κατοχής, με αντίτιμο συλλήψεις και κράτηση στο στρατόπεδο Παύλου Μελά. Παράλληλα, τον ίδιο καιρό, ήταν ο αρχισυντάκτης, δηλαδή ο πρωτεργάτης, του φοιτητικού περιοδικού Το Ξεκίνημα, κατά κάποιους του καλύτερου ίσως νεανικού περιοδικού που βγήκε ποτέ στη χώρα μας, που εξέδιδε ο Εκπολιτιστικός Όμιλος του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης υπό την αφανή καθοδήγηση της ΕΠΟΝ. Το Ξεκίνημα συνέβαλε σημαντικά στην τόνωση του φρονήματος της φοιτητικής νεολαίας, καθώς συνδύαζε τον αγώνα για την επίλυση των μεγάλων καθημερινών προβλημάτων των φοιτητών, όπως αυτά του επισιτισμού και της περίθαλψης, με τη δημοσίευση εκλαϊκευμένων επιστημονικών άρθρων αλλά και ποιοτικών λογοτεχνικών συνεργασιών από πρωτοεμφανιζόμενους νέους δημιουργούς, αρκετοί από τους οποίους εξελίχθηκαν σε γνωστά ονόματα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μας, όπως η Ελένη Βακαλό, ο Πάνος Θασίτης, ο Κλείτος Κύρου, κ.ά.
Μετά την απελευθέρωση συνεχίζει την πολιτική του δραστηριότητα ενταγμένος στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Χαρακτηριστικό της ευρύτητας των αντιλήψεων του εικοσάχρονου Αναγνωστάκη και της τόλμης του να τις εκφράζει δημόσια είναι ένα περιστατικό που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να είναι κάτι το ιδιαίτερο. Συγκεκριμένα, το 1946, δημοσιεύει στην καθημερινή κομματική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Λαϊκή Φωνή, άρθρο με το οποίο αντικρούει την απόρριψη του υπερρεαλισμού, ως παρακμιακού φαινομένου, που είχε διατυπώσει σε προηγούμενο φύλλο της ίδιας εφημερίδας ένας συνεργάτης της. Όποιος έχει επίγνωση των δεδομένων του χώρου και του χρόνου αντιλαμβάνεται πως το άρθρο αυτό υπερέβαινε κατά πολύ τα πλαίσια μιας λογοτεχνικής κριτικής και συνιστούσε πράξη με ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο. Βέβαια με αυτές οι αντιλήψεις το μέλλον του δεν προβλεπόταν ανέφελο σε ένα κόμμα υπερσυγκεντρωτικό, όπως το ΚΚΕ, και μάλιστα σε μια εποχή εμφυλίου πολέμου, δηλαδή σε καιρούς που δεν ευνοούσαν καθόλου παρεκκλίσεις από την επίσημη κομματική γραμμή. Έτσι, μετά από λίγο, διαγράφεται αναπολόγητα από το ΚΚΕ, με αόριστες κατηγορίες για τροτσκίζουσες, οπορτουνιστικές και ηττοπαθείς αντιλήψεις. Συνεχίζει την πολιτική του δράση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ με αποτέλεσμα τον Αύγουστο του 1948 να συλληφθεί και τον Ιανουάριο του 1949 να παραπεμφθεί, μαζί με άλλους συναγωνιστές του, στο Έκτακτο Στρατοδικείο. Στη δίκη δεν ενδίδει στον πειρασμό να επωφεληθεί από το καθοριστικής βαρύτητας ελαφρυντικό που θα αποτελούσε για την περίπτωσή του η γνωστοποίηση του γεγονότος ότι είχε διαγραφεί από το ΚΚΕ και καταδικάζεται σε θάνατο.
 Ύστερα από 2,5 περίπου χρόνια εγκλεισμού στο Επταπύργιο και μετά από σχετικές μετατροπές της ποινής του, ο Αναγνωστάκης, όπως και όλοι οι άλλοι συγκατηγορούμενοί του, αποφυλακίζεται. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, μια δύσκολη στρατιωτική θητεία, την έναρξη της επαγγελματικής του δραστηριότητας και την δημιουργία οικογένειας, ο Αναγνωστάκης εμφανίζεται και πάλι στον δημόσιο χώρο με την έκδοση του περιοδικού «Κριτική», ενός περιοδικού πολιτικής −με την ευρεία έννοια του όρου− παρέμβασης στα πολιτιστικά πράγματα του τόπου. Το σπουδαίο αυτό περιοδικό θα λέγαμε πως άνοιξε ένα παράθυρο στην ανανέωση της αριστερής σκέψης για τη λογοτεχνία και την τέχνη και συνέβαλε σημαντικά στο να συζητηθούν και να αποσαφηνιστούν κάποια καίρια σχετικά ζητήματα που απασχολούσαν την προοδευτική διανόηση της εποχής. Μετά την ολοκλήρωση του κύκλου της Κριτικής συνεχίζει την δημόσια παρουσία του συνεργαζόμενος σε μόνιμη βάση με την εβδομαδιαία αριστερή εφημερίδα της πόλης μας Μακεδονική Ώρα ως υπεύθυνος της λογοτεχνικής σελίδας, αλλά και με κάποια ανυπόγραφα πολιτικά σχόλια. Αυτά βέβαια ως την 21η Απριλίου 1967.
Μετά την επιβολή της δικτατορίας ο Αναγνωστάκης εντάσσεται στο Πατριωτικό Μέτωπο και συμμετέχει ενεργά στην αντιδικτατορική αντίσταση. Μόλις εκδηλώνεται η διάσπαση του ΚΚΕ τάσσεται ανεπιφύλακτα με την πλευρά του ΚΚΕ Εσωτερικού και γίνεται μέλος της παράνομης Κεντρικής Επιτροπής του. Πρωτοστατεί στην αντιδικτατορική συσπείρωση των λογοτεχνών που εκδηλώνεται με τις συλλογικές εκδόσεις Δεκαοχτώ κείμενα και Νέα Κείμενα, καθώς και με το περιοδικό Συνέχεια.
Μετά τη μεταπολίτευση συνεχίζει την πολιτική του δράση ως προβεβλημένο στέλεχος του ΚΚΕ εσωτερικού, του κόμματος που του δίνει την δυνατότητα να δείξει ότι γι’ αυτόν αριστερά σημαίνει δημοκρατία και του οποίου είναι κατ’ επανάληψη υποψήφιος βουλευτής και ευρωβουλευτής. Αρθρογραφεί τακτικά στην εφημερίδα Αυγή για αρκετά ακόμη χρόνια για πολιτικά και πολιτιστικά θέματα, και συμμετέχει συχνά σε αντίστοιχες δημόσιες εκδηλώσεις, ποίηση όμως δεν θα ξαναγράψει. Δεν είναι εύκολο να δηλώσεις από τόσο νωρίς πως ό, τι είχες να πεις ως ποιητής το είπες και γι’ αυτό δεν θα ξαναγράψεις ποιήματα, όταν ξέρεις πως ό, τι δημοσιεύσεις θα αποτελέσει εκδοτικό γεγονός, είναι όμως πολύ έντιμος με τον εαυτό του για να κάνει κάτι τέτοιο. Μάλιστα όχι μόνον αρνείται με τη σιωπή του να ενδώσει στον πειρασμό της εύκολης δημοσιότητας, αλλά, αντίθετα, εκδίδοντας τον αυτοϋπονομευτικό Μανούσο Φάσση, δηλώνει με το διαβρωτικό του χιούμορ, με το χιούμορ του ανθρώπου που σατιρίζει πριν απ’ όλα τον ίδιο του τον εαυτό, πως δεν έχει καμία σχέση με την σοβαροφάνεια και τον καθωσπρεπισμό των κλισαρισμένων παλαιοαριστερών στερεοτύπων.
Αν ο Μανούσος Φάσσης αποκαλύπτει μια πλευρά του χαρακτήρα του το ποιητικό του έργο φανερώνει τις υπόλοιπες πλευρές. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε πως τα ποιήματά του αποτελούν ίσως το πιο ασφαλές μέσο για μια εμβάθυνση στην προσωπικότητά του. Αυτό συμβαίνει γιατί σ’ αυτόν η ποίησή του δεν έχει με τη ζωή του σχέση έμμεσης αντιστοίχησης, όπως γίνεται συνήθως, αλλά πλήρους ταύτισης. Στον Αναγνωστάκη ζωή και έργο είναι ένα. Θα μπορούσαμε έτσι να πούμε πως όλα τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποίησή του, όπως η ειλικρίνεια, η διακριτικότητα, η αποφυγή κάθε εκζήτησης, η μελαγχολία, οι χαμηλοί τόνοι, η εξομολογητική διάθεση, η αντιρητορικότητα, αποτελούσαν και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Όμως, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το έργο του, η αυθεντικότητα και το βάθος των χαρακτηριστικών αυτών τους προσέδιδαν μια εμβέλεια και μια δραστικότητα αντιστρόφως ανάλογη προς τον χαμηλότονο χαρακτήρα τους. Έτσι ο Αναγνωστάκης αν και δεν είχε ίχνος διδακτισμού στη συμπεριφορά του υπήρξε πραγματικός δάσκαλος. Αν και τον χαρακτήριζε μια άκρα διακριτικότητα, είχε κυριαρχική παρουσία σε όλα τα επίπεδα. Αν και δεν είχε τίποτα από αυτά που θα τα χαρακτηρίζαμε αισθηματολογίες ήταν ένας άνθρωπος βαθύτατα συναισθηματικός. Αν και τη συμπεριφορά του δεν την διέκρινε καμιά εμφανής διαφοροποίηση από την συνήθη, ήταν ένας άνθρωπος πραγματικά αντισυμβατικός. Αν και ήταν στρατευμένος πολιτικά δεν είχε κανένα φανατισμό. Όπως στα ποιήματά του δεν έκρυψε το πρόσωπό του κάτω από ωραιολογίες και ρητορείες, έτσι και στη ζωή του ακολούθησε με συνέπεια της επιταγές της συνείδησής του χωρίς να λογαριάσει το κόστος. Εν τέλει θα μπορούσε κανείς να πει επιγραμματικά πως η πόλη μας, η Θεσσαλονίκη, μπορεί να είναι περήφανη όχι μόνο για τον ποιητή Αναγνωστάκη αλλά και για τον πολίτη Αναγνωστάκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου